-
1 солнечный
солнечный ηλιακός ◇ \солнечный удар η ηλίαση· \солнечныйое сплетение анат. το ηλιακό πλέγμα* * *••со́лнечный уда́р — η ηλίαση
со́лнечное сплете́ние — анат. το ηλιακό πλέγμα
-
2 солнечный
ηλιακ/ός- удар мед. η ηλιοπληξία, η ηλίασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > солнечный
-
3 соляризация
1. (фото) η ηλίαση (φωτογραφική) 2. (облучение солнцем с лечебными целями) η ιαματική ηλιοθεραπεία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > соляризация
-
4 удар
1. (одного тела ο другое) η σύγκρουσητο κτύπημαη κρούσηкосой - υπό γω-νία(ν), λοξό -прямой - ίσια -, κατευθείαν - 2 (молотом кулаком и т.п сильный толчок ο что-л.) το κτύπημα- кулаком η γροθιά, η μπουνιά3. (звук от толчка, сотрясения) о κτύπος, ο κρότος 4. мед. (апоплексия) η αποπληξία 5. (солнечный) η ηλίαση, η ηλιοπληξία 6. (молнии) το κτύπημα (του κεραυνού), (грома) το μπουμπουνιτό 7. (теп-ловой) το θερμικό πλήγμα, η θερμοπληξία 8. (гидравлический) το υδραυλικό πλήγμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > удар
-
5 солнечный
солнечн||ыйприл1. ἡλιακός:\солнечный свет τό ἡλιακό φως· \солнечный спектр τό ἡλιακό φάσμα· \солнечныйые лучи́ οἱ ἡλιακές ἀκτίνες· \солнечныйое затмение ἡ ἔκλειψις (τοῦ) ἡλίου·2. (наполненный светом солнца) εὐήλιος, προσήλιος, ήλιοφώτιστος:\солнечный день ἡ ἡλιόλουστη μέρα, ἡ λιακάδα· \солнечныйая комната τό εὐήλιο δωμάτιο·3. перен (радужный) λαμπρός, χαρούμενος, λιόχαρος· ◊ \солнечный удар ἡ ἡλίαση [-ις], ἡ σειρίαση, ἡ ἡλιο-πληξία· \солнечныйые ванны τά ήλιόλουτρα· \солнечныйые часы τό ἡλιακό ὠρολόγιο, ἡ μεριδιάνα· \солнечныйое сплетение анат· τό ήλιακό[ν] πλέγμα. -
6 тепловой
теплов||ойприл θερμικός, θερμογόνος:\тепловой двигатель ὁ θερμικός κινητήρας· \тепловойа́я энергия ἡ θερμική ἐνέργεια· \тепловой удар мед. ἡ ήλίαση [-ις]. -
7 удар
ударм1. τό χτύπημα, τό κτύπημα/ ὁ κτύπος (о звуке):\удар саблей ἡ σπαθιά· \удар ного́й ἡ κλωτσιά, τό λάκτισμα· \удар хлыстом τό κτύπημα μέ τό μαστίγιο, ἡ καμι-τσικιά· \удар грома ἡ βροντή· \удар колокола ὁ χτύπος τής καμπάνας, ἡ κωδωνοκρου-σία· главный \удар воен. τό κύριο[ν] κτύπημα· \удар в спину перен τό πισώπλατο χτύπημά одним \ударом διά μιᾶς· наносить \удар καταφέρω κτύπημα·2. перен (потрясение) τό χτύπημα, τό δυστύχημα:\удары судьбы τά χτυπήματα τής μοίρας, οἱ συμφορές·3. (кровоизлияние в мозг) ἡ ἀποπληξία· 4.:солнечный \удар ἡ ἡλίαση[-ις]·5. спорт.:штрафной \удар τό φάουλ· ◊ одним \ударом двух зайцев убить погов. μ' ἕνα σμπάρο δυό τρυγόνια· быть в \ударе εἶμαι σέ φόρμα· ставить под \удар ἐκθέτω σέ κίνδυνο. -
8 солнечный
επ.1. ηλιακός•-ая погода ηλιοφάνεια•
-ая система ηλιακό σύστημα•
солнечный свет ηλιακό φως•
-ая энергия ηλιακή ενέργεια•
-се затемнение έκλειψη του ήλιου•
-ые ванны ηλιόλουτρο.
2. ευήλιος, ηλιόλουστος, ηλιοστά-λακτος, ηλιοφώτιστός•-ая комната ευήλιο δωμάτιο•
солнечный день ηλιόλουστη μέρα.
3. μτφ. εύ-χαρος, πρόσχαρος, ευφρόσυνος, άσμενος.εκφρ.солнечный удар – ηλίαση, ηλιοπληξία, σειρίαση•- ые часы – το ηλιακό ωρολόγι•- ое сплетение – το ηλιακό πλέγμα•- ая погода – καιρός αίθριος, με ηλιοφάνεια. -
9 соляризация
-и θ.ηλίαση, ηλιόλουτρο.
См. также в других словарях:
ηλίαση — η πάθηση που οφείλεται σε μακρά παραμονή κάτω από τον ήλιο: Έπαθε ηλίαση. – Η σοβαρότερη μορφή ηλίασης φέρνει πολλές φορές το θάνατο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηλίαση — Μορφή θερμοπληξίας που προκαλείται από παρατεταμένη έκθεση του κεφαλιού σε έντονο ήλιο χωρίς κάλυμμα. Είναι συχνή στις τροπικές περιοχές, αλλά δεν είναι σπάνια και στα δικά μας γεωγραφικά πλάτη. Συμβαίνει κυρίως σε εξασθενημένα άτομα και… … Dictionary of Greek
ἡλιάσῃ — ἡλιά̱σηι , ἡλίασις exposure to the sun fem dat sg (epic) ἡλιά̱σῃ , ἡλιάω to be like the sun aor subj mid 2nd sg (attic doric) ἡλιά̱σῃ , ἡλιάω to be like the sun aor subj act 3rd sg (attic doric) ἡλιά̱σῃ , ἡλιάω to be like the sun fut ind mid 2nd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκκαυσις — ἔκκαυσις, η (AM) λάμψη μσν. υπερθέρμανση αρχ. 1. καύση, πυράκτωση 2. θέρμανση τού σώματος 3. θέρμανση λουτρού 4. ηλίαση … Dictionary of Greek
αλωναριάζομαι — [αλωνάρης] παθαίνω ηλίαση κατά τον μήνα Ιούλιο, τον Αλωνάρη … Dictionary of Greek
αστροβλής — ἀστροβλής, ο, η (Α) αυτός τον οποίο έχει βαρέσει ο ήλιος, εκείνος που έπαθε ηλίαση (Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + βλής < (θ.) βλη , βάλλω] … Dictionary of Greek
ηλιώ — ἡλιῶ, όω (Α) [ήλιος] 1. εκθέτω κάτι στον ήλιο, λιάζω 2. παθ. ἡλιοῡμαι, όομαι α) ζω στον ήλιο, είμαι εκτεθειμένος στον ήλιο β) καίγομαι από τον ήλιο, προσβάλλομαι από ηλίαση γ) φωτίζομαι από τον ήλιο δ) (πληθ. ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ… … Dictionary of Greek
μετεωροπάθειες — (Ιατρ.). Παθολογικές καταστάσεις που οφείλονται σε μετεωρολογικές συνθήκες. Στην κατηγορία των μ. μπορούν να περιληφθούν η θερμοπληξία που συνήθως παρατηρείται στα τροπικά κλίματα, η κρυοπληξία, τα νοσήματα από ψύξη, τα κρυοπαγήματα, οι παθήσεις… … Dictionary of Greek
Μπρουκ, Ρούπερτ — (Rupert Brooke, 1887 – 1915). Άγγλος ποιητής. Σπούδασε φιλολογία στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ και έζησε για μερικά χρόνια στην περιοχή Γκράντσεστερ, κοντά στο Κέιμπριτζ, όπου έγραψε πολλά από τα ποιήματά του. Ταξίδεψε έπειτα στην Ιταλία, τη… … Dictionary of Greek